- περίορθρον
- περίορθροςtowards morningmasc/fem acc sgπερίορθροςtowards morningneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίορθρος — ον, Α 1. (για χρόνο) αυτός που βρίσκεται κοντά στον όρθρο, στο πρώτο χάραμα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ περίορθρον η αυγή που πλησιάζει, ο βαθύς όρθρος («φυλάξαντες ἔτι νύκτα καὶ αὐτὸ τὸ περίορθρον», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὄρθρος] … Dictionary of Greek
αυτός — ή, ό (AM αὐτός, ή, ό) (μσν.νεοελλ. και αὖτός, αὐτόνος, αὐτοῡνος, αὐτεῑνος, ἀτός) (αντων.) Ι. Αντιδιασταλτική, Οριστική (μερικές φορές με το άρθρο ή με το έναρθρο ο ίδιος πρβλ. «αυτός φταίει», «θα βρω αυτή την ίδια», «ὅλοι ἐπαρεδόθησαν κι ὁ… … Dictionary of Greek